- μένεα
- μένοςmightneut nom/voc/acc pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μένε' — μένεα , μένος might neut nom/voc/acc pl (epic ionic) μένει , μένος might neut nom/voc/acc dual (attic epic) μένεϊ , μένος might neut dat sg (epic ionic) μένει , μένος might neut dat sg μένεε , μένος might neut nom/voc/acc dual (epic ionic) μένει … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μένος — το (Α μένος) 1. ακράτητη ψυχική ορμή, παραφορά, έξαψη φρονήματος, μανία, πάθος («ὀργῆς καὶ μένους ἐμπλήμενος», Αριστοφ.) 2. φρ. «πνέω μένεα» είμαι πολύ οργισμένος, ζητώ εκδίκηση αρχ. 1. (για πράγματα) δύναμη, ισχύς (α. «οἱ δὲ μένος χειρῶν ἰθὺς… … Dictionary of Greek
μαίνομαι — (AM μαίνομαι) 1. είμαι ή γίνομαι μανιώδης, κατέχομαι από μανία («χεῑρες ἄαπτοι μαίνονται», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι πολύ οργισμένος, πνέω μένεα («πατὴρ φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι», Ομ. Ιλ.) 3. ξεσπώ ορμητικά, εκδηλώνομαι με ακατάσχετη ορμή, μανιάζω (α.… … Dictionary of Greek
μηνίω — (Α μηνίω και δωρ. τ. μανίω) [μήνις] κατέχομαι από επίμονη οργή, εξακολουθώ να είμαι οργισμένος εναντίον κάποιου, μνησικακώ, πνέω μένεα εναντίον κάποιου … Dictionary of Greek
πνέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πνείω Α 1. (για άνεμο) φυσώ (α. «πνέει ισχυρός άνεμος» β. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», Ομ. Οδ.) 2. (για το Άγιο Πνεύμα) επιφοιτώ, φωτίζω («πνεῡμα ὅπου θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῡ ἀκούεις», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «πνέει… … Dictionary of Greek
μένος — το ους 1. ψυχική ορμή, παράφορη οργή: Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το μένος του βλέποντας το φονιά του γιου του. 2. φρ., «Πνέω τα μένεα», είμαι εξοργισμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)